διόδους
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
English (LSJ)
A bidens, Gloss.
Spanish (DGE)
-ουν
de dos dientes τύρχη δ. ξυλίνη DP 15.47, cf. Gloss.2.278.
Greek Monolingual
ο
ψάρι τών θερμών θαλασσών, τυπικός αντιπρόσωπος της οικογένειας τών διοδοντιδών.