διαπλίσσομαι
English (LSJ)
A stand or walk with the legs apart, διαπεπλιγμένος long-shanked, straddling, Archil.58: so in pf. part. Act., στόμα διαπεπλῐχός wide open, Hp.Mul.2.167, cf. Hsch., and v. foreg.
Greek (Liddell-Scott)
διαπλίσσομαι: ἀποθ., ἴσταμαι ἢ περιπατῶ τὰ σκέλη ἔχων διεστῶτα (πρβλ. πλίσσομαι), διαπεπλιγμένος, βασίζων μὲ ἀνοικτὰ τὰ σκέλη, Ἀρχίλ. 52· οὕτως ἐν τῇ μετοχ. ἐνεργ. πρκμ., στόμα διαπεπλῐχός, ἐντελῶς ἀνοικτόν, χαῖνον, Ἱππ. 662. 7. ― Πρβλ. διαπλήσσω.Διαπλοκή
διαπλοκή, ἡ, σύμπλεξις, Ιππ. 381. 11.
Spanish (DGE)
1 ref. a pers. marchar o mantenerse con las piernas abiertas στρατηγὸς ... διαπεπλιγμένος Archil.166.1, ἀμφικαθεζομένη καὶ διαπλίξασα Hp.Mul.2.195, cf. Hsch.s.uu. διαπέπλιχε, διαπεπλίχθαι.
2 ref. a partes del cuerpo estar completamente abierto τὰ σκέλεα ... διαπεπλιγμένα Hp.Prog.3, cf. Gal.19.92 (graf. διαπεπληγμένα), τὸ στόμα (τῶν μητρέων) ... διαπεπλιχός Hp.Mul.2.167.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πλίσσομαι wijdbeens staan.