διαπλήσσω
English (LSJ)
break in pieces, split, cleave, δρῦς Il.23.120 (v.l. διαπλίσσοντες): aor. inf. -πλῆξαι read by Aristarch. in Od.8.507.
Spanish (DGE)
1 hacer astillas δρῦς Il.23.120, κοῖλον δόρυ Od.8.507.
2 διαπλήσσειν· διέλκειν. διαπλέκειν Hsch.
German (Pape)
[Seite 596] (s. πλήσσω), zerschlagen, zerspalten; Homer: Iliad. 23, 120 τὰς (δρῦς) μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων, Scholl. Didym. οὕτως διαπλήσσοντες διὰ τοῦ ῆ αἱ Ἀριστάρχου, ἀντὶ τοῦ διακόπτοντες· ἄλλοι δὲ διαπλίσσοντες διὰ τοῦ ι, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 18 διαπλήσσοντες· διασχίζοντες. ἐὰν δὲ σὺν τῷ ι γράφηται, ἔσται διαβαίνοντες; außerdem Lesart διαρρήσσοντες; Odyss. 8, 507 διαπλῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέι χαλκῷ, Scholl. Didym. διατμῆξαι: Ἀρίσταρχος διαπλῆξαι, ὡς ἀλλαχοῦ, »τὰς μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοί (Iliad. 23, 20)«. – Pass. διαπλήσσεσθαι πρός τι, über etwas erstaunt sein, Epict. ench. 33, 13.
French (Bailly abrégé)
1 fendre;
2 frapper d'étonnement.
Étymologie: διά, πλήσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πλήσσω in stukken hakken.
Russian (Dvoretsky)
διαπλήσσω: атт. διαπλήττω раскалывать (διαπλῆξαι δόρυ χαλκῷ Hom.).
English (Autenrieth)
aor. inf. διαπλῆξαι: strike asunder, cleave, split.
Greek Monotonic
διαπλήσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σπάζω με χτύπημα ή ξεσχίζω σε κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
διαπλήσσω: Ἀττ. -ττω, διασχίζω, θραύω εἰς τεμάχια, σχίζω, δρῦς Ἰλ. Ψ. 120 (διάφ. γραφ. διαπλίσσοντες, ἀλλὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο εἶναι ἄγνωστον ἐν τῷ ἐνεργ. ἐνεστ., ἴδε Spitzn.). ― Παθ., διαπλήττεσθαι πρός τι, ὡς τὸ Λατ. stupere ad…, ἐκπλήττομαι, θαυμάζω, παραξενεύομαι διά τι…, Ἐπίκτ. Ἐγχειρ. 33, 13.