σύμπλεξις
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
English (LSJ)
εως, ἡ,
A an inclusive term, Arist.PA644a4; cf. συμπλέκω 1.2.
2 complexity of the pulse, Gal.9.50.
German (Pape)
[Seite 988] ἡ, das Mit- od. Zusammenflechten, Arist. partt. an. 1, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπλεξις: ἡ, συμπλοκή, ἕνωσις, συμπεπλεγμένος ὅρος, Ἀριστ. π. Φυτ. Ἱστ. Ι. 3, 20· πρβλ. συμπλέκω ΙΙ. 4.
Russian (Dvoretsky)
σύμπλεξις: εως ἡ сплетение, сочетание, Arst.