δυσλέαντος
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
(λεαίνω)
A hard to pound or bray, Archig. ap. Aët. 3.184.
Greek (Liddell-Scott)
δυσλέαντος: (λεαίνω) δυσκόλως τριβόμενος, ῥίζαι Ἰατρ.
Spanish (DGE)
-ον difícil de machacarde raíces, Archig. en Aët.3.184.