Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
Full diacritics: θηράτειρα | Medium diacritics: θηράτειρα | Low diacritics: θηράτειρα | Capitals: ΘΗΡΑΤΕΙΡΑ |
Transliteration A: thēráteira | Transliteration B: thērateira | Transliteration C: thirateira | Beta Code: qhra/teira |
[ᾱ], fem. of θηρατήρ,
A huntress, Call.Del.230.
θηράτειρα: καὶ Ἰωνικ, θηρήτειρα, θηλυκ. τοῦ θηρητήρ, ἡ θηρεύουσα, κυνηγός, Καλλ. εἰς Δῆλ. 230.
θηράτειρα, ἡ (Α)
θηλ. του θηρατήρ.