κατάμοιχος
English (LSJ)
ὁ,
A adulterer, Vett.Val.117.9.
Greek Monolingual
κατάμοιχος, ὁ (Α)
αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το αδίκημα της μοιχείας.
ὁ,
A adulterer, Vett.Val.117.9.
κατάμοιχος, ὁ (Α)
αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το αδίκημα της μοιχείας.