κυβόκυβος
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
ὁ,
A cube multiplied by cube, i.e. sixth power, Hippol. Haer.1.2.10. II sixth power of unknown quantity, x6, Dioph.1 Def.1, Sch.Iamb.in Nic.p.131 P.:—hence κῠβοκῠβοστόν (sc. μόριον), τό, fraction corresponding to κυβόκυβος, 1/x6, Dioph.1 Def.3.
German (Pape)
[Seite 1523] ὁ, = κυβεπίκυβος, Diophant.
Greek (Liddell-Scott)
κυβόκυβος: ὁ, τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Θεοφύλ. Βούλγ., κτλ.· ― ἐντεῦθεν κυβοκυβοστός, ή, όν, ἐσχηματισμένος ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Διοφάντ. Ἀριθμ. σ. 3.
Greek Monolingual
κυβόκυβος, ό (AM)
το γινόμενο δύο κυβικών αριθμών, δηλαδή η έκτη δύναμη
αρχ.
ως επίθ. αυτός που σχηματίστηκε από τον πολλαπλασιασμό δύο κυβικών αριθμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + κύβος, επαναληπτικό σύνθετο].