έκτη
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Greek Monolingual
η (Α ἕκτη)
νεοελλ.
μουσ. α) το μεταξύ έξι φθόγγων της μουσικής κλίμακας διάστημα, π.χ. ντο-λα, ρε-σι κ.λπ.
β) έκτης συγχορδία
η πρώτη αναστροφή τρίφωνης συγχορδίας
αρχ.
(το θηλ. του έκτος ως ουσ.)
1. χρυσό ή αργυρό νόμισμα ίσο με το έκτο του στατήρα
2. φόρος ενός έκτου (πρβλ. δεκάτη)
3. μέτρο υγρών («ἕκτη οἴνῳ»).