βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Full diacritics: κόμβωμα | Medium diacritics: κόμβωμα | Low diacritics: κόμβωμα | Capitals: ΚΟΜΒΩΜΑ |
Transliteration A: kómbōma | Transliteration B: kombōma | Transliteration C: komvoma | Beta Code: ko/mbwma |
ατος, τό,
A robe, Id.: in pl., ornamental bands, Suid.
κόμβωμα: τό, περίζωμα, στόλισμα. Ἡσύχ.· ― ἐν τῷ πληθ., καλλωπίσματα, Σουΐδ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κομβώματα· τὰ ἐν τοῖς ῥάβδοις μικρὸν χρυσὸν ἔχοντα ὑπὸ μεταλλέων».