λυμεωνεύομαι

From LSJ
Revision as of 23:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμεωνεύομαι Medium diacritics: λυμεωνεύομαι Low diacritics: λυμεωνεύομαι Capitals: ΛΥΜΕΩΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: lymeōneúomai Transliteration B: lymeōneuomai Transliteration C: lymeoneyomai Beta Code: lumewneu/omai

English (LSJ)

   A play or act the λυμεών, Plb.5.5.8.

Greek (Liddell-Scott)

λυμεωνεύομαι: ἀποθ., = λυμαίνομαι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 5. 5, 8.

Greek Monolingual

λυμεωνεύομαι (Α) λυμεών
έχω τη διάθεση να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῡτα καὶ τὰ τοιαῡτα συνεβούλευον», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

λῡμεωνεύομαι: Polyb. v. l. = λυμαίνομαι.