μεγάλωμα

From LSJ
Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλωμα Medium diacritics: μεγάλωμα Low diacritics: μεγάλωμα Capitals: ΜΕΓΑΛΩΜΑ
Transliteration A: megálōma Transliteration B: megalōma Transliteration C: megaloma Beta Code: mega/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A might, ῥάβδος μεγαλώματος LXX Je.31(48).17.

Greek Monolingual

το (Α μεγάλωμα) μεγαλώνω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεγαλώνω, μεγέθυνση, αύξηση («το μεγάλωμα του σπιτιού»)
2. ανατροφήμετά τον θάνατο της μητέρας, η γιαγιά ανέλαβε το μεγάλωμα τών παιδιών»)
3. ενηλικίωση
4. μεγαλοποίηση, υπερβολή
αρχ.
η ισχύς, η δύναμηῥάβδος μεγαλώματος», ΠΔ).