μονομαχοτρόφος

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt

Menander, Monostichoi, 253
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰχοτρόφος Medium diacritics: μονομαχοτρόφος Low diacritics: μονομαχοτρόφος Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: monomachotróphos Transliteration B: monomachotrophos Transliteration C: monomachotrofos Beta Code: monomaxotro/fos

English (LSJ)

ὁ,

   A trainer of gladiators, Lat.lanista, Gloss.

German (Pape)

[Seite 204] Zweikämpfer, Gladiatoren ernährend, haltend, lanista.

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων καὶ γυμνάζων μονομάχους, Λατ. lanista, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μονομαχοτρόφος, -ον)
(στην αρχαία Ρώμη) αυτός που συντηρούσε και γύμναζε μονομάχους για τα δημόσια θεάματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονομάχος + -τρόφος (< τρέφω)].