Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Full diacritics: μυρσεών | Medium diacritics: μυρσεών | Low diacritics: μυρσεών | Capitals: ΜΥΡΣΕΩΝ |
Transliteration A: myrseṓn | Transliteration B: myrseōn | Transliteration C: myrseon | Beta Code: mursew/n |
ῶνος, ὁ, =
A murtetum, Gloss.
μυρσεών, ὁ (Α)
φυτεία μυρσινών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρτεών με συριστικοποίηση του -τ- (πρβλ. μύρτινος - μύρσινος)].