προσεκπνέω

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκπνέω Medium diacritics: προσεκπνέω Low diacritics: προσεκπνέω Capitals: ΠΡΟΣΕΚΠΝΕΩ
Transliteration A: prosekpnéō Transliteration B: prosekpneō Transliteration C: prosekpneo Beta Code: prosekpne/w

English (LSJ)

   A evaporate, Zos.Alch.p.173 B.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκπνέω: ἐκπνέω προσέτι, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 331.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
1. βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα επιπροσθέτως
2. φρ. «προσεκπνεύσω τὸ πνεῡμα» — θα πεθάνω, Χούμν. Ν.
αρχ.
εξατμίζομαι.