πολύκαπνος

Revision as of 05:56, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A smoky, στέγος E.El.1140.

German (Pape)

[Seite 663] von od. mit vielem Rauche, στέγος, Eur. El. 1140.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκαπνος: -ον, πλήρης καπνοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1140.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli de fumée.
Étymologie: πολύς, καπνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από καπνό, καπνώδης («φρούρει δέ μοι μή σ' αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καπνός (πρβλ. δύσ-καπνος)].

Greek Monotonic

πολύκαπνος: -ον, αυτός που έχει πολύ καπνό, καπνώδης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύκαπνος: задымленный, закопченный (στέγος Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκαπνος -ον [πολύς, καπνός] zeer berookt.

Middle Liddell

πολύ-καπνος, ον,
with much smoke, smoky, Eur.