σεληνόγονος

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνόγονος Medium diacritics: σεληνόγονος Low diacritics: σεληνόγονος Capitals: ΣΕΛΗΝΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: selēnógonos Transliteration B: selēnogonos Transliteration C: selinogonos Beta Code: selhno/gonos

English (LSJ)

ἡ, or σεληνό-γονον, τό,

   A peony, Ps.-Dsc.3.140, Aët.12.63.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνόγονος: -ον, ἡ, ἢ -γονον, τό, ἡ παιωνίαγλυκυσίδη, Διοσκ. 3. 157· ἴδε σελήνιον.

Greek Monolingual

ἡ, και σεληνόγονον, τὸ, Α
το γνωστό με τη λόγια ονομασία Παιωνία η κρητική φυτό, κν. σήμερα πηγουνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -γονος (< -γόνος < γίγνομαι)].