σπληνίον

From LSJ
Revision as of 11:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπληνίον Medium diacritics: σπληνίον Low diacritics: σπληνίον Capitals: ΣΠΛΗΝΙΟΝ
Transliteration A: splēníon Transliteration B: splēnion Transliteration C: splinion Beta Code: splhni/on

English (LSJ)

τό,

   A pad or compress of linen laid on a wound, Hp.Fract.27, Philem.113.    II = ἄσπληνος (v. ἄσπληνον 1), Dsc.3.134;= ἡμιονῖτις, ib.135; = περικλύμενον, Id.4.14; = κυνόγλωσσον, Ps.-Dsc.4.127.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.360.

Greek (Liddell-Scott)

σπληνίον: τό, ἐπίδεσμοςπτύγμα ἐκ λίνου βεβαμμένον εἰς φάρμακον ἢ ἀληλιμμένον μὲ ἀλοιφὴν κ. τ. τ. πρὸς ἐπίθεσιν ἐπὶ πληγῆς, κατάπλασμα, Ἱππ. Ἀγμ. 769, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 25· πρβλ, Foës. Oecon. Hipp. ἐν λέξ. σπλήν. ΙΙ. φυτὸν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς πτερίδος, spleenwort, = ἀσπλήνιον, Διοσκ. 3. 151. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεόγνωστ. 123. 20.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπληνίον -ου, τό [σπλήν] kompres, drukverband.