στρούθινος

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρούθινος Medium diacritics: στρούθινος Low diacritics: στρούθινος Capitals: ΣΤΡΟΥΘΙΝΟΣ
Transliteration A: stroúthinos Transliteration B: strouthinos Transliteration C: stroythinos Beta Code: strou/qinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of στρούθειον, στέφανος Ath.15.679b.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
κατασκευασμένος με στρουθειον («στέφανος στρούθινος», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].