φαρμακηρός
From LSJ
Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich
English (LSJ)
ά, όν, (
A φάρμακον 111) treated with preservatives, κωπῶν ζεύγη BGU544.21 (ii A. D.). 2 glazed, of bronze vessels, ib. 17.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
1. (για μεταλλικά είδη) επικαλυμμένος με σμάλτο
2. (για ξύλινα αντικείμενα) εμποτισμένος με αντισηπτικό υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ταριχ-ηρός)].