φράστωρ
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = φραστήρ, guide, A.Supp.492.
German (Pape)
[Seite 1303] ορος, ὁ, = φραστήρ, Aesch. Wegweiser, Suppl. 487.
Greek (Liddell-Scott)
φράστωρ: -ορος, ὁ, = φραστήρ, ὁδηγός, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 493.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
φραστήρ, οδηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω (Ι) + επίθημα -τωρ (βλ. λ. τήρας), πρβλ. πράκ-τωρ].
Russian (Dvoretsky)
φράστωρ: ορος ὁ Aesch. = φραστήρ.