χώλανσις

Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A lameness, Epict.Ench.9: metaph., in metric, of a halting line, Eust.400.3.

German (Pape)

[Seite 1386] ἡ, 1) das Lahmmachen. – 2) das Lahmsein, Epict. ench. 9.

Greek (Liddell-Scott)

χώλανσις: -εως, τὸ χωλαίνειν, χωλότης, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 9· μεταφορ., ἐπὶ χωλαίνοντος στίχου, Εὐστ. 400, 3· πρβλ. χωλίαμβος.

Greek Monolingual

-άνσεως, ἡ, ΜΑ χωλαίνω
χωλότητα, κουτσαμάρα
μσν.
μτφ. (για πόδα στίχου) έλλειψη, ελαττωματικότηταοὕτως ἡ τοῡ μέτρου ποδικὴ ἐκθεραπεύεται χώλανσις», Ευστ.).