οὐρανόροφος

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνόροφος Medium diacritics: οὐρανόροφος Low diacritics: ουρανόροφος Capitals: ΟΥΡΑΝΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ouranórophos Transliteration B: ouranorophos Transliteration C: ouranorofos Beta Code: ou)rano/rofos

English (LSJ)

ον,

   A with vanlted ceiling or canopy, prob. cj. for -οφόρος in Ath.1.48f; v. sq.11.

German (Pape)

[Seite 417] mit einem Zeltdach überwölbt, σκηνή, Ath. II, 48 f.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνόροφος: ον (γραπτ. οὐραώρ-), ὁ ἔχων θολοειδῆ ὀροφήν, Ἀθήν. 48F (ἔνθα ὅμως τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἔχουσιν οὐρανοφόρον)· ἴδε τὸ ἑπόμ. ΙΙ.

Greek Monolingual

οὐρανόροφος, -ον (Α)
αυτός που έχει θολωτή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + ὀροφή.