ἀκαταμάθητος
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ον,
A not learnt or known, Hp.Acut. 7,51, Plot.3.9.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταμάθητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μάθῃ ἢ γνωρίσῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἱππ. περὶ Ὀξ. 384.
Spanish (DGE)
-ον
desconocido ὁπόσα ἀκαταμάθητά ἐστιν τοῖς ἰητροῖς Hp.Acut.7, cf. 51, Plot.3.9.9.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταμάθητος, -ον) καταμανθάνω
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταμάθει, να εννοήσει καλά
αρχ.
αυτός που δεν είναι πλήρως γνωστός.