ἀρτηρίασις

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A bronchitis, Isid.Etym.4.7.14.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
medic. afección de la tráquea de la ronquera, Isid.Etym.4.7.14.

Greek Monolingual

ἀρτηρίασις, η (Μ)
η βρογχίτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτηριώ (-άω), που ανήκει στα ρήματα που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ψωρίασις < ψωριώ, ερυθρίασις < ερυθριώ κ.ά.)].