ψωρίασις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ψώρα, in plural, Dsc.1.100, 3.5.
German (Pape)
[Seite 1406] ἡ, das Krätzig-, Schäbigsein, Schäbigwerden, übh. = ψώρα, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψωρίᾱσις: -εως, ἡ, = ψώρα, «ψώριασμα», Διοσκ. 1. 133., 3. 7.