ἐκμαρτύριον

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμαρτῠριον Medium diacritics: ἐκμαρτύριον Low diacritics: εκμαρτύριον Capitals: ΕΚΜΑΡΤΥΡΙΟΝ
Transliteration A: ekmartýrion Transliteration B: ekmartyrion Transliteration C: ekmartyrion Beta Code: e)kmartu/rion

English (LSJ)

τό,

   A evidence, Anon. ap. Suid.; ἐν ἐκμαρτυριοις Just.Nov.90.2.    II official certificate, PMasp.87.21 (vi A.D.), BGU1094.16 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμαρτύριον: τό, μαρτυρικόν, Βυζ.

Spanish (DGE)

-ου, τό
jur.
1 testimonio δευτέρῳ ἐκμαρτυρίῳ χρήσασθαι Iambl.Fr.36.
2 prueba testifical Iust.Nou.90.2
testimoniales o documento preliminar presentado por la defensa antes de un juicio Φλ(άυιο)ς ... ἔκδικος ... ἐκδέδωκα τὸ ἐ. ὡς πρόκειται BGU 1094.16, cf. PMasp.87.21, 254, POxy.1882.15 (todos VI d.C.).

Greek Monolingual

το (AM ἐκμαρτύριον)
νεοελλ.
μαρτυρικό έγγραφο παραδεκτό μόνο ως τεκμήριο σε περιπτώσεις που επιτρέπεται να γίνονται δεκτά τεκμήρια
μσν.
μαρτυρική κατάθεση
αρχ.
πιστοποίηση που γίνεται δεκτή ως έγκυρη.