ἐκλοχίζω
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
A pick out of a cohort or troop, LXXCa.5.10 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 768] aus einer Cohorte auswählen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλοχίζω: ἐκλέγω, «ξεχωρίζω», ἀδελφιδός μου λευκὸς καὶ πυρρός, ἐκλελοχισμένος ἀπὸ μυριάδων (ᾎσμα ᾈσμάτ. Ε΄, 10).
Spanish (DGE)
I milit. escoger, seleccionar entre las compañías en v. pas. ἐγλελοχισμένοι μαχαιροφό(ροι) βα(σιλικοί) ref. soldados de infantería de élite de la guardia real ptol. IHerm.Magn.5.239 (I a.C.)
•fig. (ἀδελφιδός) ἐκλελοχισμένος ἀπὸ μυριάδων LXX Ca.5.10.
II ayudar a dar a luz Hsch.s.u. μαιούμενος.