ἐκταμιεύομαι
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
A dispense, Agatharch.102. II receive from store, PRein.15.16, al. (ii B.C.).
Spanish (DGE)
1 recibir, almacenar mercancías libradas por un proveedor o mayorista οὓς ἐκτεταμίευσαι ἐρίφους δι' ἐμοῦ PCair.Zen.429.10, cf. 8.21, PEnteux.34.5 (todos III a.C.), πυροῦ ἀρτάβας ... ἃς ἐκτεταμίευται παρ' αὐτοῦ ἐξ οἶκου PLugd.Bat.22.15.16, cf. 18.9 (ambos II a.C.), en v. pas. τοῦ ἐκτεταμιευμένου σίτου PSI 482.4 (III a.C.).
2 administrar comercialmente, distribuir en exclusiva, monopolizar Σαβαίων καὶ Γερραίων ... ἐκτεταμιευμένων πᾶν τὸ πῖπτον εἰς διαφορᾶς λόγον Agatharch.102.
Greek Monolingual
ἐκταμιεύομαι (Α)
1. αποταμιεύω, εξοικονομῶ
2. παίρνω από την αποθήκη.