ἐπαναλύω
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
A return, POxy.942.3 (vi(?) A.D.).
German (Pape)
[Seite 900] wieder zurückkehren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναλύω: ἐπαναστρέφω, ἐπανέρχομαι, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 118Β. κλ.
Greek Monolingual
ἐπαναλύω (AM)
ξαναγυρίζω, επανέρχομαι.