ἐφθαρμένως
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
Adv. pf. Pass., (φθείρω)
A corrupily, Theol.Ar.43.
German (Pape)
[Seite 1118] verderbt, Theol. arithm. p. 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφθαρμένως: Ἐπίρρ. Παθ. πρκμ., τοῦ φθείρω, Θεολ. Ἀριθμ. σελ. 43.
Greek Monolingual
ἐφθαρμένως (Α)
επίρρ. διεφθαρμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εφθαρμένος του ρ. φθείρομαι].