ἐφθαρμένως

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφθαρμένως Medium diacritics: ἐφθαρμένως Low diacritics: εφθαρμένως Capitals: ΕΦΘΑΡΜΕΝΩΣ
Transliteration A: ephtharménōs Transliteration B: ephtharmenōs Transliteration C: eftharmenos Beta Code: e)fqarme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. Pass., (φθείρω)

   A corrupily, Theol.Ar.43.

German (Pape)

[Seite 1118] verderbt, Theol. arithm. p. 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφθαρμένως: Ἐπίρρ. Παθ. πρκμ., τοῦ φθείρω, Θεολ. Ἀριθμ. σελ. 43.

Greek Monolingual

ἐφθαρμένως (Α)
επίρρ. διεφθαρμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εφθαρμένος του ρ. φθείρομαι].