ἰπνοκαύστης

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

=

   A furnarius, Gloss. (also ἰπνο-καύτης, ibid.).

Greek Monolingual

ἰπνοκαύστης, ὁ (Α)
αυτός που καίει τον κλίβανο, ο φούρναρης, ο αρτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + καύστης (< καίω)].