ἰπνοκαύστης

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰπνοκαύστης Medium diacritics: ἰπνοκαύστης Low diacritics: ιπνοκαύστης Capitals: ΙΠΝΟΚΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: ipnokaústēs Transliteration B: ipnokaustēs Transliteration C: ipnokaystis Beta Code: i)pnokau/sths

English (LSJ)

= furnarius, Glossaria (also ἰπνοκαύτης, ibid.).

Greek Monolingual

ἰπνοκαύστης, ὁ (Α)
αυτός που καίει τον κλίβανο, ο φούρναρης, ο αρτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + καύστης (< καίω)].