παρεπιμένω
From LSJ
English (LSJ)
A continue, survive, Lyd.Mag.1.12.
Greek Monolingual
Α επιμένω
1. εξακολουθώ να μένω
2. εξακολουθώ να υπάρχω, επιβιώνω.
Full diacritics: παρεπιμένω | Medium diacritics: παρεπιμένω | Low diacritics: παρεπιμένω | Capitals: ΠΑΡΕΠΙΜΕΝΩ |
Transliteration A: parepiménō | Transliteration B: parepimenō | Transliteration C: parepimeno | Beta Code: parepime/nw |
A continue, survive, Lyd.Mag.1.12.
Α επιμένω
1. εξακολουθώ να μένω
2. εξακολουθώ να υπάρχω, επιβιώνω.