παροχέτευσις
From LSJ
τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires
English (LSJ)
εως, ἡ,
A diversion, derivation, Hp.Hum.1, Gal.16.149.
German (Pape)
[Seite 528] ἡ, Ableitung des Wassers daneben, durch einen Nebenkanal, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
παροχέτευσις: ἡ, τὸ παροχετεύειν, Ἱππ. 47. 13, Γαλην.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροχέτευσις -εως, ἡ [παροχετεύω] het wegleiden, afvoeren (van lichaamsvocht).