προποδισμός

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προποδισμός Medium diacritics: προποδισμός Low diacritics: προποδισμός Capitals: ΠΡΟΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: propodismós Transliteration B: propodismos Transliteration C: propodismos Beta Code: propodismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A process, progression, ἀπὸ μονάδος Moderat. ap. Stob.1Coroll.8; ἀριθμός ἐστι π. πλήθους TheoSm.p.18H.; π. εἰς τὸ ὂν τοῦ ἑνός Dam.Pr.67.    II direct motion, of planets, pl., opp. ὑποποδισμοί, Procl.Hyp.7.4; opp. ἀναποδισμοί, Nicom.Ar.1.5, Alex.Aphr.in Metaph.440.7.

German (Pape)

[Seite 740] ὁ, das Vorwärtsschreiten, Ggstz ἀναποδισμός, Moderat. bei Stob. ecl. 1, 2, 8; von den Gestirnen, Nicom. arithm. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προποδισμός: ὁ, τὸ βαδίζειν πρὸς τὰ ἐμπρός, ἴδε ἀναποδισμός· ἐπὶ πλανητῶν ἀστέρων, Νικομ. Ἀριθμ. 1. 5.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ προποδίζω
1. πορεία προς τα εμπρός, πρόοδος («ὰριθμός ἐστι πρόοδος πλήθους», Θέων Σμ.)
2. (σχετικά με τους πλανήτες) ευθεία, σύμμετρη κίνηση.