σκελόδεσμον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A garter, crurarium, Gloss.
Greek Monolingual
τὸ, Α
περισκελίδα, περικνημίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + δεσμός.
Full diacritics: σκελόδεσμον | Medium diacritics: σκελόδεσμον | Low diacritics: σκελόδεσμον | Capitals: ΣΚΕΛΟΔΕΣΜΟΝ |
Transliteration A: skelódesmon | Transliteration B: skelodesmon | Transliteration C: skelodesmon | Beta Code: skelo/desmon |
τό,
A garter, crurarium, Gloss.
τὸ, Α
περισκελίδα, περικνημίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + δεσμός.