ἀνηλεγής

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνηλεγής Medium diacritics: ἀνηλεγής Low diacritics: ανηλεγής Capitals: ΑΝΗΛΕΓΗΣ
Transliteration A: anēlegḗs Transliteration B: anēlegēs Transliteration C: anilegis Beta Code: a)nhlegh/s

English (LSJ)

ές,

   A unconcerned, reckless, πόλεμος Q.S.2.75: neut. in Hsch. Adv. -έως Q.S.2.414.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηλεγής: -ές, ὠμόφρων, σκληρός, ἀνηλεγέος πολέμοιο, Κόϊντ. Σμυρ. 2. 75· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον». - Ἐπίρρ. -έως Κόϊντ. Σμυρ. 2. 414· πρβλ. ἀπηλεγής, ἀπηλεγέως.

Spanish (DGE)

-ές
1 que no tiene consideración, cruel πόλεμος Q.S.2.75, ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον Hsch.
2 adv. -έως sin consideración, cruelmente τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες; Q.S.2.414, νίσσετ' ἀνηλεγέως u.l. en Hdn.1.79.23.

Greek Monolingual

ἀνηλεγής, -ές (Α)
άπονος, σκληρός.