μεταστέλλω
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
English (LSJ)
A call back, restore, πνεῦμα Antyll. ap. Orib.6.21.4. 2 Med., send for, summon, τινα J.AJ17.13.3, Luc.Alex.55, Cont.12, PSI4.449.11 (iv A. D.):—Pass., μετεσταλμένοι J.AJ7.9.2.
Greek Monolingual
και ματαστέλνω (Μ μεταστέλνω και ματαστέλνω)
ξαναστέλνω, στέλνω για δεύτερη φορά.