μεταστέλνω
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
μεταστέλλω (ΑΜ)
(το μέσ.) μεταστέλλομαι
στέλνω και προσκαλώ κάποιον
αρχ.
(το ενεργ.) ανακαλώ, επαναφέρω, παλινορθώνω.