περίδηλος

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίδηλος Medium diacritics: περίδηλος Low diacritics: περίδηλος Capitals: ΠΕΡΙΔΗΛΟΣ
Transliteration A: perídēlos Transliteration B: peridēlos Transliteration C: peridilos Beta Code: peri/dhlos

English (LSJ)

ον,

   A very clear, manifest, Hsch.

German (Pape)

[Seite 572] sehr deutlich, Hesych. erkl. περιφανής.

Greek (Liddell-Scott)

περίδηλος: -ον, κατάδηλος, καταφανής, ὁλοφάνερος, Φωτ. Ἐπισ. σ. 207. 28. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίδηλον, περιφανές, καλόν».

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
κατάδηλος, πασιφανής, ολοφάνερος
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «περίδηλον, περιφανές, καλόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δῆλος «φανερός» (πρβλ. έκ-δηλος)].