ἀνάρροια
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ἡ,
A back flow, reflux, Arist.Mir.843a27, Plu.2.929e (of the moon's reflected light); θαλάσσης Thphr.Metaph.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρροια: ἡ, ἡ ἄμπωτις, Ἀριστ. Π. Θαυμ. 130. 4, Πλούτ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
reflujo θαλάττης Thphr.Metaph.29, τοῦ ὠκεανοῦ D.C.68.28.4, cf. Arist.Mir.843a27, Plu.2.929e.
Greek Monolingual
η (Α ἀνάρροια) αναρρέω
κίνηση υγρού προς τα πίσω
αρχ.
1. άμπωτη
2. ανάκλαση του φωτός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάρροια: ἡ отлив Arst., Plut.