γλίσχρασμα

From LSJ
Revision as of 14:32, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλίσχρασμα Medium diacritics: γλίσχρασμα Low diacritics: γλίσχρασμα Capitals: ΓΛΙΣΧΡΑΣΜΑ
Transliteration A: glíschrasma Transliteration B: glischrasma Transliteration C: glischrasma Beta Code: gli/sxrasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A gluten, Hp.Acut.10; thick mucilage, Aret.CA1.9; ἕως γλισχράσματος ἕψειν Dsc.Eup.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

γλίσχρασμα: τό, γλοιῶδες κόλλημα, Ἱππ. Ὀξ. 385.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 substancia espesa o viscosa resultante de la cocción de diversas plantas, gluten de la cebada, Hp.Acut.10, Gal.6.823, de la malva, Aret.CA 1.1.7, τῆλις ... ἑψηθεῖσα ... ἕως γλισχράσματος alholva cocida hasta (obtener) el mucílago Dsc.Eup.1.1.
2 mocos del bebé δακτύλοις ἀποθλίβειν τὸ ἐγκείμενον ταῖς ῥισὶν γ. Sor.2.6.78.

Greek Monolingual

το (Α γλίσχρασμα) γλισχραίνομαι
παχύρρευστη φυτική ουσία ή παρασκεύασμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλίσχρασμα -ατος, τό γλισχραίνομαι kleverigheid. Hp. Acut. 10.