δαμιεργός
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
δᾱμι-οεργός, δᾱμι-οργός, Dor. for δημιουργός: δᾱμιόργιον, τό,
A office of δαμιοργοί, LW1572b (Cnidus): δάμιος, Dor. for δήμιος: δαμιόω, Boeot. and Cret. for ζημιόω.
Greek Monolingual
δαμιοεργός και δαμιοργός, ο
βλ. δημιουργός.