διαγυμνάζω
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
A keep in hard exercise, Polyaen.6.1.7; continue exercise, Gal.6.163:—Med., take hard exercise, Id.Parv.Pil.4.
Greek (Liddell-Scott)
διαγυμνάζω: μέλλ. -άσω, γυμνάζω, ἀσκῶ συνεχῶς, Πολύαιν. 6. 1. ― Μέσ., γυμνάζομαι συνεχῶς, Γαλην., Βυζ.
Spanish (DGE)
1 tr. ejercitar asiduamente τὸ σῶμα Polyaen.6.1.7
•fig. ejercitar, preparar ὅταν ... ὁ Θεὸς ... διαγυμνάζῃ τὴν Ἐκκλησίαν Cyr.Al.M.71.977C, τοὺς λόγους Cyr.Al.M.76.745A, cf. 72.28A.
2 intr., en v. med.-pas. ejercitarse c. ac. int. μὴ πολλὰ διαγυμνασάμενον Gal.5.907
•fig. ejercitarse, adiestrarse ταῦτα διαγεγυμνάσθαι estar ejercitado en esto ref. a la experiencia médica, Hp.Hum.8, ἐβούλετο ... διαγυμνάζεσθαι τὴν τῶν μαθητῶν ψυχήν Thdr.Mops.Mt.86.
3 fig. discutir encarnizadamente sobre el n. de Cristo, Cyr.Al.Nest.1.7 (p.27).
Greek Monolingual
διαγυμνάζω (Α)
1. ασκώ
2. γυμνάζομαι συνεχώς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-γυμνάζω voortdurend trainen.