εὐένδοτος

From LSJ
Revision as of 21:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐένδοτος Medium diacritics: εὐένδοτος Low diacritics: ευένδοτος Capitals: ΕΥΕΝΔΟΤΟΣ
Transliteration A: euéndotos Transliteration B: euendotos Transliteration C: evendotos Beta Code: eu)e/ndotos

English (LSJ)

ον,

   A easily yielding, γῆ Str.16.1.9; βύρσα Hippiatr. 8.    2 morally weak, Ph.2.269, al.; τὸ εὐ. Id.1.153.

German (Pape)

[Seite 1064] leicht nachgebend, γῆ, καὶ μαλακή, Strab. XVI, 1 p. 740; ἤθη πρὸς ἔρωτας S. Emp. adv. mus. 48.

Greek (Liddell-Scott)

εὐένδοτος: -ον, εὐκόλως ἐνδίδων, γῆ μαλακή καὶ εὐένδοτος Στράβων 740.

Greek Monolingual

εὐένδοτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ενδίδει εύκολα («ἡ γῆ καὶ μαλακὴ καὶ εὐένδοτος», Στράβ.)
αρχ.
ο αδύνατος ηθικά, ο μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εν-δοτος (< εν-δίδωμι), πρβλ. αν-ένδοτος].

Russian (Dvoretsky)

εὐένδοτος: податливый, склонный (πρός τι Sext.).