δυσμείλικτος

From LSJ
Revision as of 07:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμείλικτος Medium diacritics: δυσμείλικτος Low diacritics: δυσμείλικτος Capitals: ΔΥΣΜΕΙΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dysmeíliktos Transliteration B: dysmeiliktos Transliteration C: dysmeiliktos Beta Code: dusmei/liktos

English (LSJ)

ον,

   A hard to appease, Id.Art.19; πικρία Id.2.553a.

German (Pape)

[Seite 683] unversöhnlich, Plut. Artax. 19 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμείλικτος: -ον, δυσκόλως καταπραϋνόμενος, Πλούτ. Ἀρτοξ. 19, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à adoucir litt. à emmieller.
Étymologie: δυσ-, μειλίσσω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de aplacar πολέμιος Plu.Phil.19, πικρία ... τυράννου Plu.2.553a, οἱ σκληροὶ καὶ δυσμείλικτοι Ast.Am.Hom.13.7.1
neutr. subst. τὸ δ. implacabilidad τὸ θηριῶδες αὐτῆς καὶ δ. Ctes.29b.7, τὸ ... περὶ τὰς τιμωρίας δ. Plu.Mar.14.

Greek Monolingual

δυσμείλικτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δυσμείλικτον η ιδιότητα του δυσμείλικτου.

Russian (Dvoretsky)

δυσμείλικτος: неумолимый, непримиримый (περὶ τὰς τιμωρίας Plut.).