δωδεκάμορφος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον,
A of twelve forms, Olymp. in Phd.p.199 N.
Spanish (DGE)
-ον de doce formas o aspectos ἡ γῆ Dam.in Phd.199.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δωδεκάμορφος, -ον)
αυτός που εμφανίζεται με δώδεκα μορφές.