κνωπόμορφος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (κνώψ)
A shaped like a beast, Lyc.675.
German (Pape)
[Seite 1464] thiergestaltig, Lycophr. 675, Schol. θηριόμορφος.
Greek (Liddell-Scott)
κνωπόμορφος: -ον, (κνώψ) ἔχων μορφὴν κτήνους, ζῴου, Λυκόφρ. 675.
Greek Monolingual
κνωπόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τη μορφή ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνώψ, -πός + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αετό-μορφος, λεοντό-μορφος].