κερατόφωνος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτόφωνος Medium diacritics: κερατόφωνος Low diacritics: κερατόφωνος Capitals: ΚΕΡΑΤΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: keratóphōnos Transliteration B: keratophōnos Transliteration C: keratofonos Beta Code: kerato/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A sounding with the horn, of the μάγαδις struck by the plectrum, Telest.4.

German (Pape)

[Seite 1422] wie ein Horn tönend, κλαγγά, der Schall des Hornes, Telest. Ath. XIV, 637 a.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτόφωνος: -ον, πέμπων φωνὴν κερατίνης σάλπιγγος, περὶ τῆς μαγάδιδος κρουομένης διὰ τοῦ πλήκτρου (;), Τελέστ. 5.

Greek Monolingual

κερατόφωνος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί όπως το κέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεγαλό-φωνος].